print

Στη μνήμη

  1. In memoriam
  2. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
  3. Το τελευταίο αντίο
  4. Χριστόφορος Γ. Παπασωτηρόπουλος
  5. Για τον δάσκαλό μας
  6. Όλγα Γριζοπούλου, Πηγή Καζλάρη, Απόστολος Μπάρλος, Βάσω Γώγου

Το τελευταίο αντίο…

Eπικήδειος που εκφωνήθηκε από τον Χριστόφορο Γ. Παπασωτηρόπουλο κατά την εξόδιο ακολουθία.

«Ζωή σημαίνει να έχεις γεννηθεί, τέχνη να είσαι ζωντανός»

(Ε.Ε. Cummings, αμερικανός ποιητής)

Θυμάμαι τον έβλεπα ν’ ανεβαίνει γρήγορα-γρήγορα τα σκαλιά της Σχολής και να προβάλλει από το βάθος του διαδρόμου. Διέσχιζε το γκρίζο της σοβαρότητας και της σοβαροφάνειας με την αποφασιστικότητα που το φως σκίζει την ομίχλη. Κοιτούσε πάντα μπροστά και λίγο πιο ψηλά από τα ανθρώπινα βλέμματα, με τα γαλάζια μάτια του κι ένοιωθες ότι κάθε φορά ερχόταν έτοιμος για μια καινούργια συναρπαστική παράδοση-«παράσταση» απ’ την οποία όλοι θα βγαίναμε κερδισμένοι και πλουσιότεροι.

Μια από τις πρώτες φορές που τον πλησίασα τον ρώτησα: «Δάσκαλε, γιατί φοράς πάντα χρωματιστά πουκάμισα;» και μου απάντησε: «Γιατί αγαπώ τα χρώματα και γιατί τους ανθρώπους τους διδάσκεις με τα λεπτά πράγματα κι όχι πάντα με τα λόγια!». Και από τότε κατάλαβα τη σημασία των απλών μικρών πραγμάτων που μας γλυτώνουν απ’ την τσαπατσουλιά της καθημερινότητας…

Χρησιμοποιούσε πάντα λόγια ακονισμένα, μετρημένα, λέξεις που τις χάιδευε πρώτα να μαλακώσουν για να μην πονέσουν, θαρρείς και είχε για χρόνια παιδέψει τον τρόπο να μιλά και να λέει αυτό που θέλει χωρίς να προσβάλει και χωρίς να πονά τον άλλον. Κουβέντιαζε πάντοτε με υπομονή, άκουγε –πόσο σπάνιο– και χωρίς να βιάζεται μοιραζόταν τις σκέψεις του. Στο γραφείο του, στο υπόγειο, άναβαν φωτιές κι έσβηναν ηφαίστεια από φοιτητές κι από καθηγητές. Για τους περισσότερους ήταν ο τελευταίος λόγος, η τελευταία συμβουλή. Κι όταν κάποιες φορές θύμωνε κι ήθελε να ξαναβάλει στην κουβέντα το δίκιο και το ανθρώπινο, ήταν σαν εκείνη τη στιγμή να στριμώχνονταν οι δαίμονες.

Σε χαιρετούσε κάθε φορά σαν έκπληξη, μ’ ενθουσιασμό παιδιάστικο, σαν να’ χε να σε δει καιρό, σα να σ’ αγάπησε και χάθηκες, κι άνοιγε την ψυχή του ν’ ακουμπήσεις πάνω της. Τόσο σπάταλος στην αγάπη…

Στα πολύ δύσκολα, ύψωνε με πάθος τη γροθιά του σφιχτά κι έκανε μ’ αυτή το σημείο του σταυρού, ίσα μπροστά στον ορίζοντα! Η ελπίδα του σταυρού, η ενδόμυχη βεβαιότητα της νίκης…

Σε κάθε καινούργια ιδέα ήταν μπροστάρης, κι έβαζε πλάτη με σεμνότητα και πείσμα, σαν εργάτης στρατευμένος που δε τον τρομάζει η δουλειά όταν αξίζει τον κόπο. Πετούσε τη σκούφια του σαν παιδί μπροστά σε κάθε καινούργιο ταξίδι!

Ο Τσανανάς ήταν ένας άνθρωπος χαριτωμένος. Η συνεργασία μαζί του ήταν πάντοτε μέσα στο γέλιο και τη χαρά. Η πίστη και η ελπίδα του στο Θεό και τη στρατευμένη Εκκλησία προεκτεινόταν πάντοτε στα Παιδαγωγικά και τη Διδακτική, που υπηρετούσε πάντοτε με ταπείνωση και μακριά από φιλοδοξίες και αυτοπροβολή. Αφιέρωσε με πείσμα και σύνεση όλη του τη ζωή και το έργο του στη σχολική τάξη, το δάσκαλο, τους μαθητές. Γι’ αυτό και τα τελευταία τουλάχιστον τριάντα χρόνια τα αναλυτικά προγράμματα και τα σχολικά βιβλία χρωστούν τη δυναμική τους κατά ένα μεγάλο μέρος και σ’ αυτόν.

Υπηρέτησε το όραμα ενός ανοικτού και πρωτοποριακού μαθήματος και μάλιστα σε καιρούς όπου τις περισσότερες φορές το μάθημα των θρησκευτικών ψυχορραγούσε μέσα στη μιζέρια, την κατάθλιψη, την οπισθοδρομικότητα, την απαξίωση. Άνοιξε δρόμους στη θρησκευτική Εκπαίδευση στην Ελλάδα για τους οποίους θα τους είμαστε πάντοτε ευγνώμονες.

Τώρα φεύγει γλυκά κι ανθρώπινα.

Λένε πως οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τους ξεχνάμε. Μα δάσκαλοι σαν τον Τσανανά, δε φεύγουν ποτέ, τους κουβαλάς κάθε στιγμή στην ψυχή σου, στις σκέψεις σου ακόμη και στις κινήσεις σου μέσα στην τάξη,μέσα στο σχολείο, στον τρόπο που ζεις και συναναστρέφεσαι. Κι αυτή είναι η γλυκιά και παρήγορη συνέχεια.

Θαρρώ πως φεύγει με τη βάρκα του την «Ελπίδα» για το «άλλο» Στρατώνι κι έχει μαζί του κι άλλους αγαπημένους, το Στογιάννο, το Ματσούκα, τον Αγουρίδη. Τους έταξε να τους πάει να τους δείξει εκείνη τη μεριά με τα ωραία ψάρια, πίσω απ’ τα βράχια! Κι εκεί με πρόφαση την πετονιά, ν’ αγναντέψουν, να ρουφήξουν τη μυρωδιά και τη δύναμη της θάλασσας για πάντα. Κι εκεί να την μετουσιώσουν σε προσευχή, σε αγώνα, σε φως.

Θαρρώ πως αν ο Χριστός ήθελε να δείξει ένα παράδειγμα Δασκάλου γι’ αυτά που είπε και γι’ αυτά που έκανε, απ’ όλο το σινάφι, τον Τσανανά θα κλήρωνε χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι αυτοί που μαθητεύσαμε δίπλα του κι αφέθηκαν στο ταξίδι μαζί του, το ξέρουν καλά αυτό…

Καλοτάξιδος, Δάσκαλε…